- δολίνη
- Γεωλογικός σχηματισμός που συνίσταται σε μία κλειστή λεκάνη, με κυκλικό ή ελλειπτικό σχήμα και πλάτος μεγαλύτερο από το βάθος (χοάνη)· η δ. αποτελεί μια επιφανειακή καρστική μορφή. Οι δ. συναντώνται κυρίως σε ασβεστολιθικά ή δολομιτικά πετρώματα και οφείλονται είτε στην κατάρρευση της οροφής υπογείων σπηλαίων (εγκατακρημνισιγενείς) είτε στη χημική διάλυση των ασβεστόλιθων από τα νερά της βροχής (χοανοειδείς). Αρχική αιτία των τελευταίων είναι η ύπαρξη ρωγμών (διακλάσεων), που σταδιακά διευρύνονται με τη διάλυση και έτσι οι μικρές χοανοειδείς δ. εξελίσσονται σε πεπλατυσμένες. Η προέκταση της δ. σε βάθος ανακόπτεται, όταν συναντήσει αδιαπέραστο στρώμα. Οι δ. εμφανίζονται μεμονωμένες ή σε ομάδες. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν, συνήθως όμως το βάθος τους είναι 5-15 μ. και η διάμετρός τους 20-25 μ. Δ. υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, ιδιαίτερα στα βόρεια. Στην Ελλάδα οι δ. είναι συνηθισμένο φαινόμενο, εξαιτίας της αφθονίας των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, και είναι συνήθως εγκατακρημνισιγενείς. Γνωστές είναι οι δ. στις οροσειρές της Γκιόνας, του Παρνασσού, των Βαρδουσίων, στην Κρήτη, στη Χίο κ.α. Το φαινόμενο εμφανίζεται συχνά στη Σερβία, όπου μελετήθηκε για πρώτη φορά και χαρακτηρίστηκε με τη σλαβικής προέλευσης λέξη δ.
Dictionary of Greek. 2013.